Υπομονή μέχρι το 2019 θα πρέπει να κάνουν όλοι για τις εκλογές, τονίζουν πηγές του Μεγάρου Μαξίμου, με αφορμή τις αναφορές που έγιναν περί προεκλογικών παροχών μετά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα το βράδυ της Πέμπτης (9/12).
Παράλληλα, οι ίδιες πηγές συγκρίνουν τις εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα με το κοινωνικό μέρισμα της κυβέρνησης Σαμαρά, τονίζοντας τη χαοτική διαφορά των δύο πρωτοβουλιών.
«Αντ' αυτού η σημερινή κυβέρνηση προχώρησε στην διανομή της υπεραπόδοσης των εσόδων του 2016 με κοινωνικά κριτήρια. Η δαπάνη αυτή, η οποία, επαναλαμβάνουμε, δεν προέρχεται από το πρωτογενές πλεόνασμα αλλά από την υπεραπόδοση, εγγράφεται στον προϋπολογισμό του ιδίου έτους χωρίς να διακινδυνεύεται η επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα που έχει συμφωνηθεί με τους θεσμούς για το 2016 (+0,5%). Είναι στην απόλυτη ευχέρεια της ελληνικής κυβέρνησης να κατανείμει τις δαπάνες της κατά τον τρόπο τον οποίο θεωρεί εκείνη πιο αποτελεσματικό και ορθό κοινωνικά, αρκεί να επιτυγχάνεται ο συμφωνημένος στόχος. Η Ελλάδα δεν είναι αποικία», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι πηγές.
Τέλος, εξαπολύουν σφοδρή επίθεση κατά της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη, τους οποίους και κατηγορούν για αφωνία όσον αφορά στην αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
«Δυστυχώς για τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά ευτυχώς για τη χώρα, η κίνηση αυτή δεν έχει χαρακτήρα προεκλογικής παροχής αλλά αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση των θυσιών του ελληνικού λαού και κίνηση ανακούφισης μιας ευρείας κοινωνικής ομάδας που έχει υποστεί πολλά κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η κυβέρνηση συνεχίζει κανονικά την πορεία της για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την επιτροπεία με δίκαιη ανάπτυξη και αναδιανομή. Και, κυρίως, με την κοινωνία όρθια!», σχολιάζουν και προσθέτουν:
«Ως τότε καλό θα είναι η ΝΔ να αφήσει την αφωνία για το μείζον θέμα των εργασιακών που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση και αφού τόσο νοιάζεται για όσους έχουν υποστεί βαριά πλήγματα από την κρίση, να απαντήσει επιτέλους στους πολίτες: Αποτελεί 'ιδεοληπτική εμμονή της αριστεράς' η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων;».