Βαθμολογία

245 χιλιόμετρα σε 36 ώρες

Θα τρέξει από την Αθήνα ως τη Σπάρτη προσπαθώντας να το πετύχει μέσα σε 36 ώρες. Ασταμάτητα. Θα πατήσει στα βήματα του Φειδιππίδη αλλά αυτή τη φορά όχι για να ζητήσει την βοήθεια των Λακεδαιμονίων για την μάχη του Μαραθώνα (όπως καταμαρτυρά ο Ηρόδοτος και ενστερνίζονται οι διοργανωτές κάνοντας, άλλωστε, και τον συγκεκριμένο αγώνα).

Ο Δημήτρης Συράκης θα γίνει ο πρώτος Λαρισαίος που θα τρέξει στο «Σπάρταθλον» και θα το κάνει για να δοκιμάσει τα όριά του σαν άνθρωπος και τις αντοχές του, ως αθλητής. Αν και διανύει το 55ο έτος της ηλικίας του, κατάφερε μόλις το Σάββατο να πάρει το πολυπόθητο εισιτήριο που κυνηγούσε εδώ και χρόνια. Στον αγώνα των 100 χιλιομέτρων, που έγινε στα Μέγαρα (Ψάθα – Αλεποχώρι) έπιασε το όριο για το «Σπάρταθλον». Έκανε 10 ώρες και 24 λεπτά, μόλις έξι λεπτά λιγότερα από το όριο.

«Ήταν ένα όνειρο ζωής για μένα» τόνισε μιλώντας στην «Ε» και συνέχισε «το προσπαθούσα χρόνια και είμαι πολύ ευτυχισμένος που το πέτυχα. Είναι σπουδαίο για μένα το γεγονός πως θα εκπροσωπήσω την πόλη της Λάρισας. Για πρώτη φορά θα υπάρξει συμμετοχή από την πόλη μας και με κάνει ακόμα πιο περήφανο κάτι τέτοιο».

Ο αγώνας θα γίνει τον Σεπτέμβριο και ως τότε υπάρχουν πολλοί μήνες για προετοιμασία η οποία «θα είναι σκληρή και αδιάκοπη» σύμφωνα με τον ίδιο «μιλώντας με άλλους Σπαρταθλητές χρειάζεται ακόμα και 24ωρη προπόνηση η οποία μόνο εύκολη δεν θα είναι».

Μέχρι και προχθές ο Δημήτρης Συράκης έκανε 4 φορές την εβδομάδα προπόνηση. Από τη στιγμή όμως που πήρε την πρόκριση για το σπουδαίο αυτό γεγονός θα πρέπει να κάνει 6 με 7, δηλαδή σχεδόν κάθε μέρα και αν μη τι άλλο ψάχνει το… φάρμακο της αντοχής (ως φαρμακοποιός άλλωστε στο επάγγελμα).

ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟ

Ο Δημήτρης Συράκης δεν έτρεχε πάντα μαραθώνιο. Ξεκίνησε με το μπάσκετ ως αθλητής της ΕΑΛ και έπαιξε ακόμα και Β’ Εθνική. Συνέχισε με το μπάσκετ στην Ιταλία που πήγε για σπουδές ενώ κάποιες στιγμές πέρασε και από το σκι. Με τον μαραθώνιο άρχισε να ασχολείται εδώ και 14 χρόνια και τώρα δείχνει να διανύει την καλύτερή του φόρμα. «Συνήθως οι νεαροί αθλητές δεν ασχολούνται με το μαραθώνιο καθώς τους μειώνει την απόδοση όσον αφορά στην ταχύτητα, μας εξηγεί. Γι’ αυτό και βλέπουμε να υπάρχουν αθλητές πάνω από τα 30 τους έτη στο μαραθώνιο. Είναι ένα είδος αθλητισμού που θέλει επιμονή, υπομονή και σωστή διαχείριση των δυνάμεων».

«Κάποιοι λένε πως τελειώνοντας το Σπάρταθλον ο οργανισμός ενός αθλητή είναι όπως ενός ανθρώπου που βρίσκεται στην εντατική» τόσο εξουθενωμένος και τόσο εξαντλημένος. Όμως παρ’ όλα αυτά τρέχουν και για συναισθηματικούς λόγους. «Είναι θέμα τιμής να τρέχεις σε έναν τέτοιο αγώνα» υπογραμμίζει και συνεχίζει «Ιδίως για τους ξένους είναι τεράστια τιμή και ειδικά γι’ αυτούς που είναι λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας. Οι Ιάπωνες είναι αυτοί που κερδίζουν την παράσταση με τις επιδόσεις τους και το πάθος που επιδεικνύουν στον αγώνα».

ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ Ο… ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Βασισμένοι στις αναφορές του Έλληνα ιστορικού, Ηρόδοτου, το 1982 πέντε αξιωματικοί της βρετανικής αεροπορίας (RAF), οι οποίοι παράλληλα ήταν δρομείς μεγάλων αποστάσεων, ταξίδεψαν στην Ελλάδα, με επικεφαλής το σμήναρχο Τζον Φόντεν (JohnFoden) που είχε την αρχική ιδέα. Σκοπός τους ήταν να εξακριβώσουν κατά πόσον ήταν δυνατό να καλύψουν τα 250 χιλιόμετρα περίπου που απέχουν οι δύο πόλεις σε μιάμιση ημέρα. Σχεδίασαν τη διαδρομή και ξεκίνησαν στις 8 Οκτωβρίου 1982. Τρεις από αυτούς κατάφεραν να τερματίσουν. Η ενθουσιώδης βρετανική ομάδα είχε αποδείξει πως ο Ηρόδοτος είχε δίκιο. Ένας άνθρωπος είναι πράγματι ικανός να καλύψει 250 χλμ. σε δύο μέρες και μάλιστα σε λιγότερο από 40 ώρες. Μετά την επιτυχία του εγχειρήματος, ο πρωτεργάτης του άθλου Τζον Φόντεν άρχισε να οραματίζεται την καθιέρωση ενός αγώνα που θα έφερνε στην Ελλάδα δρομείς μακρινών αποστάσεων από όλον τον κόσμο για να τρέξουν στα ίχνη του αρχαίου ημεροδρόμου Φειδιππίδη. Έπειτα, από το 1984 ιδρύθηκε ο Διεθνής Σύνδεσμος «ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ», ο οποίος από τότε μέχρι σήμερα διοργανώνει ανελλιπώς τον αγώνα κάθε Σεπτέμβρη. Η επιλογή του μήνα αυτού έγινε, διότι τότε τοποθετεί χρονικά ο Ηρόδοτος την αποστολή του Φειδιππίδη στη Σπάρτη.

Του Κ. Γκιάστα
Πηγή: Ελευθερία