
Στη χαλάρωση του καθεστώτος για τη στέρηση μπλοκ επιταγών προσανατολίζεται η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της προσπάθειας να διευκολύνει τις επιχειρήσεις που αποκλείονται από την τραπεζική χρηματοδότηση, λόγω αθέτησης μιας οικονομικής υποχρέωσης.
Ζητούμενο, σύμφωνα με το υπουργείο Ανάπτυξης, είναι να αξιολογηθεί η συνολική συμπεριφορά ενός φυσικού προσώπου ή ενός επιχειρηματία και να μην ισχύει καθολική αδυναμία κάποιου επιχειρηματία να έχει πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, λόγω π.χ. σφράγισης μιας ακάλυπτης επιταγής.
Οπως σημειώνουν από την πλευρά του υπουργείου, ένας δανειολήπτης που συνεχίζει να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις του από στεγαστικά δάνεια ή κάρτες, αλλά η τράπεζα του έχει σφραγίσει μια επιταγή γιατί π.χ. το Δημόσιο δεν του έχει επιστρέψει τον ΦΠΑ που του οφείλει, δεν μπορεί να στερείται το δικαίωμα έκδοσης μπλοκ επιταγών γι' αυτόν και μόνο τον λόγο. Αντιθέτως, θα πρέπει να ισχύσουν ποιοτικά κριτήρια στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
Αυτό προϋποθέτει την αλλαγή του καθεστώτος που ορίζει ότι «εφόσον ο δικαιούχος ενός λογαριασμού καταθέσεως όψεως εκδώσει σε διάστημα 12 μηνών ακάλυπτες επιταγές συνολικού ποσού άνω των 1.000 ευρώ... τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενεργήσουν για την επιστροφή των βιβλιαρίων επιταγών που βρίσκονται στην κατοχή του». Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, «νέο βιβλιάριο επιταγών επιτρέπεται να χορηγηθεί μετά την παρέλευση τουλάχιστον 12 μηνών από την έκδοση της τελευταίας ακάλυπτης επιταγής και εφόσον έχουν προηγουμένως τακτοποιηθεί οι σχετικές οφειλές».
Η σχετική διάταξη περιλαμβάνεται σε απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος (234/2006) και ουσιαστικά δένει τα χέρια των τραπεζών στην υιοθέτηση ευέλικτων πρακτικών αξιολόγησης του κινδύνου. Για τον λόγο αυτό το υπουργείο έχει απευθύνει σχετικό ερώτημα προς την Κεντρική Τράπεζα, ζητώντας της να προτείνει λύσεις για τη χαλάρωση ή την απελευθέρωση του καθεστώτος χορήγησης μπλοκ επιταγών και τη μεταφορά της σχετικής ευθύνης στις τράπεζες.
Η τρόικα
Η κυβέρνηση καταλήγει σε αυτή τη λύση μετά και την αρνητική στάση της τρόικας στο ενδεχόμενο αλλαγής των όρων υπαγωγής στη «μαύρη λίστα» της «Τειρεσίας» στην περίπτωση αθέτησης κάποιας οικονομικής υποχρέωσης από την πλευρά του συναλλασσομένου.
Οπως υποστηρίζουν, η χώρα μας διαθέτει από τα πιο χαλαρά συστήματα παρακολούθησης της οικονομικής συμπεριφοράς, στον βαθμό που η βάση δεδομένων της «Τειρεσίας» περιλαμβάνει τις οφειλές προς τράπεζες και τις ακάλυπτες επιταγές ή συναλλαγματικές, σε αντίθεση με άλλα συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης, που είναι πιο πλήρη και συγκεντρώνουν καθυστερήσεις και από άλλες οφειλές. Σύμφωνα μάλιστα με ασφαλείς πληροφορίες, εκπρόσωποι της τρόικας έχουν ζητήσει την επανεξέταση του χρόνου παραμονής των δυσμενών στοιχείων στην «Τειρεσίας», προκειμένου να εναρμονιστούν με ό,τι ισχύει κατά μέσο όρο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες οι χρόνοι τήρησης των στοιχείων είναι μεγαλύτεροι αυτών που ισχύουν στην Ελλάδα.
Επιφυλάξεις για το ίδιο θέμα εκφράζουν και οι τράπεζες, οι οποίες προβάλλουν το επιχείρημα ότι η όποια παρέμβαση θα πρέπει να περιοριστεί στη χρήση των οικονομικών δεδομένων που εντάσσονται στην «Τειρεσίας», χωρίς να παραποιεί την αξιοπιστία του Αρχείου που αποτελεί βασικό εργαλείο για την καταγραφή της οικονομικής συμπεριφοράς των συναλλασσομένων. Να σημειωθεί ότι οι χρόνοι περιορίστηκαν στο ελάχιστο μετά τη νομοθετική παρέμβαση το 2010, που οδήγησε στη συρρίκνωση του χρόνου τήρησης των στοιχείων μετά από σφράγιση επιταγής ή τη διαμαρτυρία συναλλαγματικής στα δύο χρόνια, μετά από έκδοση διαταγής πληρωμής στα τρία χρόνια και στα τέσσερα χρόνια μετά από πλειστηριασμό ακινήτων ή κινητών αξιών.
Πηγή: H Καθημερινή