Βαθμολογία

Φόβοι για πλήγμα σε τουρισμό, εξαγωγές

Στα επίπεδα του 0,5% του ΑΕΠ ή περίπου 900 εκατ. ευρώ υπολογίζει το ΔΝΤ τη συνολική αρνητική επίπτωση για την ελληνική οικονομία από την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. Το ποσό μπορεί να μην προκαλεί «τρόμο», αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι αμελητέο.

Πάντως, κυβερνητικοί και τραπεζικοί παράγοντες εκτιμούν ότι οι επιπτώσεις στην Ελλάδα θα είναι «περιορισμένες», εκτιμώντας ότι η πρόβλεψη του ΔΝΤ είναι αρκετά απαισιόδοξη, ενώ θεωρούν πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που δημιουργείται από το Brexit είναι η ένταση της αβεβαιότητας. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική οικονομία θα υποστεί άμεσες και έμμεσες συνέπειες από το Brexit. Στις άμεσες συνέπειες συμπεριλαμβάνονται οι επιπτώσεις σε εξαγωγές, τουρισμό, η φοίτηση στο Ην. Βασίλειο και μεσοπρόθεσμα αύξηση της συμμετοχής της Ελλάδας στον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Πάντως, χθες, πηγές της ΤτΕ και στελέχη των εμπορικών τραπεζών υποστήριζαν πως οι επιπτώσεις του Brexit θα είναι περιορισμένες για την Ελλάδα. Οπως ανέφεραν, σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα των τραπεζών η χώρα μας είναι σε ειδικό καθεστώς περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων εδώ και ένα χρόνο και κατά συνέπεια δεν υπάρχει πρακτικά καμία επίπτωση λόγω της ανησυχίας που προκαλεί το Brexit. Κυβερνητικοί παράγοντες, ωστόσο, δεν απέκλειαν οι εξελίξεις στη Βρετανία να παρατείνουν την ισχύ των capital controls, σε μία περίοδο που δημιουργούνταν προσδοκίες για σταδιακή άρση τους. Επίσης, ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, κ. Μ. Σάλλας, με δήλωσή του στη γερμανική Handelsblatt, ανέφερε πως «σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, λόγω του μικρού μεγέθους και της διάρθρωσης των οικονομικών μας σχέσεων, οι επιπτώσεις του Brexit εκτιμώ ότι θα είναι περιορισμένες. Γι' αυτό θεωρώ πως δεν δικαιολογούνται ακραίες και σπασμωδικές αντιδράσεις στην ελληνική αγορά».

Από τις συναντήσεις που πραγματοποιούνται, σε επίπεδο κεντρικών τραπεζών (χθες το πρωί συνεδρίασε μέσω τηλεδιάσκεψης το δ.σ. της ΕΚΤ, με τη συμμετοχή του κ. Στουρνάρα), η κυρίαρχη άποψη είναι ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία θα πρέπει να οδηγήσει σε επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και όχι σε λιγότερη Ευρώπη. Σε ό,τι αφορά τη μεγάλη πτώση στα χρηματιστήρια, αρμόδια στελέχη υπογραμμίζουν ότι υπάρχει υπεραντίδραση, καθώς είχε προεξοφληθεί η παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε. και οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και διοχετεύουν την αναγκαία ρευστότητα ώστε να μην απειληθεί η σταθερότητα.

Ωστόσο, αυτό που προβληματίζει την Ελλάδα είναι οι έμμεσες συνέπειες που θα έχει το Brexit. Η ελληνική οικονομία καλείται πλέον να ορθοποδήσει σε ένα διεθνές περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, που προστίθεται στην αβεβαιότητα που προκαλείται από την ίδια τη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό, κυβερνητικοί παράγοντες, αλλά και αναλυτές της αγοράς, εκτιμούν ότι η αβεβαιότητα θα λειτουργήσει αρνητικά στο επενδυτικό κλίμα στην Ελλάδα. Την ώρα που η κυβέρνηση προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα αφήγημα μετά τη θετική ολοκλήρωση του πρώτου ελέγχου του προγράμματος, ο σχεδιασμός ανατρέπεται.

Παράλληλα, αρμόδια στελέχη θεωρούν ότι το Brexit θα έχει ως αποτέλεσμα να «παγώσουν» οι συζητήσεις για τη λήψη μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Και αυτό επειδή καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν θα έχει διάθεση παραχωρήσεων που θα «φουντώσει» περαιτέρω τις αντιευρωπαϊκές δυνάμεις στο εσωτερικό τους. Σε ό,τι αφορά ορισμένες προσδοκίες ότι το Brexit μπορεί να οδηγήσει την Ε.Ε. σε μια χαλάρωση αναφορικά και με το ελληνικό πρόγραμμα και το ενδεχόμενο επίσπευσης της ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τραπεζικές πηγές εμφανίζονταν χθες πολύ επιφυλακτικές, εκτιμώντας ότι κάτι τέτοιο δεν φαίνεται καθόλου πιθανό, ειδικά στην παρούσα φάση. Σημείωναν, δε, ότι θα δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην εφαρμογή των κανόνων παρά στη χαλάρωσή τους, γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση την Ευρώπη.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ, ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΑΣ)