Βαθμολογία

Οι βουβές εκλογές της απογοήτευσης

Πολιτικά μιλώντας, το καλοκαίρι ήταν πυκνό σε εξελίξεις. Από τις μέρες του δημοψηφίσματος, την ψήφιση του μνημονίου, μέχρι την προκήρυξη των εκλογών δεν πέρασαν παρά λίγες εβδομάδες.

Με εξαίρεση εκείνο του 1974, κανένα άλλο καλοκαίρι της μεταπολίτευσης δεν υπήρξε τόσο «πλούσιο» σε πολιτικά γεγονότα: δημοψήφισμα, αλλαγή αρχηγού στην αξιωματική αντιπολίτευση, ψήφιση του τρίτου μνημονίου, διάσπαση του κυβερνητικού κόμματος και δημιουργία του κόμματος του κ. Λαφαζάνη. Πόσα άλλα να συμβούν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα;

Η έναρξη της προεκλογικής περιόδου βρήκε το πολιτικό σύστημα να ξεμένει από διακύβευμα και αφήγημα. Η διαιρετική τομή «Μνημόνιο - Αντιμνημόνιο» έπαψε να υφίσταται μέσα σε μία νύχτα σχεδόν. Από τη μια, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ που είχαν συγκροτήσει τη ρητορική τους στην επαγγελία της κατάργησης του μνημονίου υποχρεώθηκαν πια να δανειστούν τη ρητορική και την επιχειρηματολογία των αντιπάλων τους. Υποστήριξαν πως έπρεπε να διαλέξουν: ή να σώσουν τη χώρα και να υπογράψουν μία κακή συμφωνία ή να την οδηγήσουν στα βράχια. Επέλεξαν το πρώτο με βαριά καρδιά, προτιμώντας να πυροβολήσουν τα πόδια τους, όπως τόσο γλαφυρά υποστήριξε ο Π. Καμμένος.

Από την άλλη, η Ν.Δ. κυρίως αλλά και το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που προέβλεπαν πως μια διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης, στη δραχμή δηλαδή και το χάος, ξέμειναν από το βασικό επιχείρημα της προηγούμενης περιόδου. Ο Τσίπρας δεν ανήκει αποδεδειγμένα πλέον στους «δραχμιστές», καθώς ως «νεομνημονιακός» πέρασε ουσιαστικά στο άλλο στρατόπεδο, είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι.

Ως εκ τούτου, η προεκλογική περίοδος ξεκίνησε χωρίς πυξίδα. Το ζήτημα του σχηματισμού κυβέρνησης, αν και αποτέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων αυτής της προεκλογικής περιόδου, δεν ξεκαθαρίστηκε αλλά ούτε και έδειξε να διχάζει πραγματικά. Με ποιους θα κυβερνήσει ο Α. Τσίπρας αν έρθει πρώτος; Οντως θα απευθυνθεί στον ΣΥΡΙΖΑ ο Ε. Μεϊμαράκης αν κερδίσει αυτός; Τι θα κάνουν τα μικρότερα κόμματα; Για το μόνο για το οποίο πιθανολογούμε είναι πως εκλογές δεν πρόκειται να ξαναγίνουν σύντομα. «Δεν αντέχει ο τόπος», συμφώνησαν οι περισσότεροι. Αλλά μήπως τα προηγούμενα τα άντεχε ο τόπος;

Η έλλειψη κεντρικής και σοβαρής διαιρετικής τομής μέσα στο πολιτικό σύστημα (η διαίρεση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς έχασε τη δυναμική της από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε μια χαρά να κυβερνήσει με ένα συντηρητικό κόμμα όπως οι ΑΝΕΛ) οδηγεί εκ των πραγμάτων, έστω και σταδιακά, σε μεγαλύτερες συναινέσεις. Καθώς περιορίζεται η αντιπαράθεση του τύπου «πατριώτες εναντίον δωσίλογων», τα πράγματα, επιτέλους, εκλογικεύονται. Αυτή η έλλειψη κεντρικής διαίρεσης είχε άμεση αντανάκλαση στους πολίτες. Η στροφή προς τον ρεαλισμό και η ψήφιση του Μνημονίου προκάλεσε μούδιασμα και απογοήτευση στην κοινωνία του ΟΧΙ, καθώς και αμηχανία στο εκλογικό σώμα του ΝΑΙ. Το αποτέλεσμα πασιφανές: ζήσαμε τις λιγότερο έντονες –ας είμαστε ειλικρινείς–, πλέον αδιάφορες, εκλογές της εποχής της κρίσης. Από το 2009 έως σήμερα είχαμε έξι εκλογικές αναμετρήσεις (συμπεριλαμβανομένων των ευρωεκλογών του 2014 και χωρίς να υπολογίζονται οι τοπικές εκλογές). Σε καθεμιά εκλογική αναμέτρηση από τις προηγούμενες μπορούσε να καταγράψει κανείς ισχυρά συναισθήματα στους κόλπους των πολιτών: πάθος, ελπίδα, οργή, φόβος ήταν μερικά από αυτά. Σε αυτήν την προεκλογική περίοδο το πάθος ήταν σίγουρα απόν.

Οι εκλογές αυτές καταγράφηκαν ως βουβές! Η σιγή φανερώνει τις περιορισμένες προσδοκίες που έχουν οι πολίτες. Για πολλούς οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς η σιωπή είναι συνώνυμη του προβληματισμού και της αναζήτησης απάντησης στο ερώτημα: τι πήγε τόσο στραβά; Για τους πιο πολλούς πολίτες, πάντως, η σιωπή είναι το σημάδι της κόπωσης. Υστερα από έξι χρόνια ύφεσης και σκληρών κομματικών αντιπαραθέσεων, όπου χάλασαν ακόμη και φιλίες, μετά από τόσες πολλές εκλογικές αναμετρήσεις που κατέληξαν σε ασθενείς κυβερνήσεις που έμοιαζαν με «χάρτινες τίγρεις», όπως θα έλεγε ο Μάο Τσε Τουνγκ, οι ψηφοφόροι δείχνουν βαριεστημένοι και απαυδισμένοι. Ανεξαρτήτως κομματικής επιλογής αυτή την Κυριακή, όλοι οι πολίτες δείχνουν να κάνουν μία έκκληση: κυβερνήστε επιτέλους!

Ο κ. Ν. Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.