Βαθμολογία

Γνωρίστε την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου

Για κάποιον που δεν είναι ορειβάτης, αναρριχητής και πεζοπόρος επίπονων αποστάσεων -με την ευρύτερη έννοια- η ανάβαση στον Όλυμπο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ειδικά η ανάβαση στην κορυφή του, το Μύτικα των 2918,8 μέτρων, ισοδυναμεί με κατόρθωμα. Ένα διαρκές τεστ, μία καταμέτρηση των ορίων του αναβάτη, που διαρκώς αυξάνουν όσο αυξάνει και η αδρεναλίνη κατά την ανάβαση, σε μία σχέση αντιστρόφως ανάλογη με την έλλειψη οξυγόνου στην κορυφή του βουνού των θεών, του Ολύμπου.

Εκεί ακριβώς που ορειβάτες ή απλά και λάτρεις της φύσης απ' όλο τον κόσμο έρχονται κατά δεκάδες κάθε μέρα για να «γευτούν» και ν' απολαύσουν αυτή τη μαγεία του Ολύμπου, που πέρα από τους μύθους και τη μυθολογική του διάσταση κρύβει εξαιρετικές ομορφιές, ένα απέραντο μεγαλείο, ένα δέος ακόμα και όταν απλά τον κοιτάς...

Πώς να σταθείς αδιάφορος σ' έναν μοναδικό ορεινό όγκο, που ανοίγεται μπροστά σου, όταν κάθιδρος φτάνεις στο οροπέδιο των Μουσών; Όταν προσπερνάς τον «Λαιμό» πάνω από τα αλπικά μονοπάτια της Σκούρτας, όταν φτάνεις στα «Καζάνια» και νιώθεις πως είσαι μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης και τα σύννεφα φεύγουν ανηφορικά προς το «Θρόνο του Δία»; Πώς να αδιαφορήσεις περπατώντας -με εξάρτυση ή χωρίς- στα εκπληκτικά «ζωνάρια», όταν κάτω από τις μπότες σου εκτείνεται ένα χάος απροσδιόριστο και απροσμέτρητο; Και δεν είναι μόνο αυτά... Πώς να ξεχάσεις την ένταση, την κούραση και την αγωνία, σκαρφαλώνοντας, με χέρια και πόδια, στο «λούκι» για να φθάσεις στο Μύτικα, το ψηλότερο σημείο της ελληνικής γης;

Αυτός είναι ο Όλυμπος, ο εθνικός δρυμός της χώρας, στη βάση του Λιτοχώρου και του ιστορικού Δίου, που ατενίζει περήφανος το Αιγαίο και δίνει στους «κατακτητές» αναβάτες του την αίσθηση της δύναμης, της κυριαρχίας, της αυτοπεποίθησης, της σιγουριάς μετά την πολύωρη ανάβαση.

Οι ομορφιές της φύσης «ξεπληρώνουν» με τις πολύτιμες εικόνες, που εναλλάσσονται στο μάτι, την εξάντληση του ορειβάτη -από την ανατολή του ήλιου πάνω από το καταφύγιο του Χρήστου Κάκκαλου ή τις «Πύλες της Ανδρομέδας» μέχρι το εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα από την κορυφή του Προφήτη Ηλία, στα 2803 μέτρα. Είναι κι αυτή η αίσθηση της αλλαγής της θερμοκρασίας, η συχνή αλλαγή των καιρικών φαινομένων, που σε κάνουν να νιώθεις μέσα στο κατακαλόκαιρο πως είσαι στα πρόθυρα του χειμώνα! Πρωτόγνωρο αλήθεια συναίσθημα το να έχεις «λιώσει» στον ιδρώτα, ανηφορίζοντας, με βαριά βήματα, τα τελευταία μονοπάτια και λίγες ώρες αργότερα να βρίσκεσαι μπροστά στο αναμμένο τζάκι, μ' ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, για να νιώσεις λίγη θαλπωρή μετά το εξαντλητικό ανέβασμα ως το καταφύγιο του Γιώσου Αποστολίδη, το υψηλότερο σημείο διανυκτέρευσης στην Ελλάδα, στα 2.680 μέτρα.

Έως εκεί απαιτούνται έξι ώρες πορείας και καλύπτεται υψομετρική διαφορά 1560 μ., μέσα από ένα μονοπάτι με πολύ καλή σήμανση (κόκκινα σημάδια). Βέβαια, δεν είναι επιτακτικό να κάνει κάποιος τη διαδρομή στον συγκεκριμένο χρόνο. Μπορεί να κάνει περισσότερες στάσεις, να απολαύσει το τοπίο και τη φύση, το μεγαλείο του βουνού. Αρκεί να μην χάσει, βεβαίως, το ρυθμό του και κάνει ακόμα δυσκολότερη την ήδη επίπονη ανάβασή του.

Για κάποιον, ακόμα και σχετικά γυμνασμένο, η ανάβαση από την Γκορτσιά είναι ένα τεστ κόπωσης. Η αρχή είναι ανηφορική και οι σφυγμοί ανεβαίνουν γρήγορα. Το καρδιαγγειακό σύστημα του οργανισμού δοκιμάζεται και οι αναπνοές γίνονται σαν της ατμομηχανής. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο σε μεγαλύτερες ποσότητες και μέχρι να βρεις τους ρυθμούς σου, νομίζεις πως δεν θα συνεχίσεις.

Μετά την αρχική αυτή σκληρή δοκιμασία, τα πράγματα επανέρχονται στην απλή κούραση και όταν φτάνεις, μετά την πρώτη ώρα, στο κιόσκι του Μπάρμπα, μέσα στην καταπράσινη φύση, για να πιεις λίγο νερό ή να γευτείς ένα φρούτο, τότε νιώθεις πως είσαι στον Όλυμπο και απολαμβάνεις την ολιγόχρονη ανάπαυση.

Αν και τα ψηλότερα ελληνικά βουνά έχουν μια κορυφή κοντά στα 2500μ, στον Όλυμπο υπάρχουν αρκετές κορυφές πάνω από το υψόμετρο αυτό. Απ' αυτές, οι ψηλότερες και γνωστότερες είναι ο Μύτικας (2918μ), το Στεφάνι (2912μ), το Σκολιό (2908μ), ο Άγιος Αντώνιος (2815μ), ο Προφήτης Ηλίας (2803μ) και ο Καλόγερος (2684μ). Το 90% των αναρριχητών των κορυφών του Ολύμπου προτιμούν τον Μύτικα. Άλλωστε, είναι η πιο φημισμένη κορυφή, διάσημη και εκτός Ελλάδος. Είναι, όμως, και η δυσκολότερη, γιατί για ν' ανέβεις από τη βάση στο λούκι, ενδέχεται να διακινδυνεύσεις ακόμη και τη ζωή σου.

Ο Μύτικας αποτελείται ουσιαστικά από τρεις πύργους -τον κυρίως Μύτικα, τον Παραμύτικα και την Ταρπυία. Οι πύργοι αυτοί χωρίζονται μεταξύ τους, στη βορειοδυτική πλευρά, με βαθιά σχίσματα-λούκια. Η κορυφή του κυρίως πύργου του Μύτικα είναι και η ψηλότερη κορυφή των ελληνικών βουνών.

Το σύνηθες και πιο εφικτό είναι ο ορειβάτης να διανυκτερεύσει την πρώτη βραδιά σ' ένα από τα καταφύγια της κορυφής και ξεκούραστος- ή λίγο «πιασμένος»- την επόμενη μέρα να αναρριχηθεί στην κορυφή .

Η ανάβαση στον Μύτικα διαρκεί περίπου 1,5 ώρα και καλύπτει υψομετρική διαφορά 238 μ. Αυτά τα 238 μέτρα είναι και η πιο σκληρή δοκιμασία για έναν άπειρο ορειβάτη. Η εμπιστοσύνη στον εαυτό σου είναι το πολυτιμότερο «εργαλείο», που χρειάζεσαι εκείνη την ώρα, που ανεβαίνεις με ελάχιστα εφόδια -στη συνηθέστερη περίπτωση, ένα μικρό μπουκάλι νερού και ίσως μια φωτογραφική μηχανή για να καταγράψεις στο τέλος ή στη μέση της διαδρομής το κατόρθωμα. Χρειάζεται, όμως, προσοχή γιατί υπάρχει κίνδυνος από πέτρες που πέφτουν από τις κορφές.

Όταν φτάσεις πάνω, στην «οροφή» της Ελλάδας, νιώθεις ένα φούσκωμα χαράς, ικανοποίησης, με μία σχετική δόση υπερηφάνειας, γιατί κατάφερες αυτό που έβαλες στόχο ξεκινώντας: την κορυφή. Εκεί καταγράφεις, συνήθως, μία φράση μ' ένα όνομα -το βιβλίο εντυπώσεων- και με τον τρόπο αυτό περνάς μόνος σου στην ιστορία του βουνού.

Το ίδιο δύσκολο και εξίσου επικίνδυνο είναι και το κατέβασμα. Επιστρέφεις αργά, με πολλή προσοχή, ώστε να βρίσκεις κάθε φορά σταθερή πέτρα να πατήσεις και όχι σαθρό έδαφος που θα φύγει κάτω από τα πόδια σου, και κρατιέσαι με δύναμη από τους βράχους. Κατεβαίνεις ακόμα και με την πλάτη ακουμπημένη στις πέτρες, γιατί αλλιώς είσαι έτοιμος να «πετάξεις» στο απόλυτο κενό.

Η επιστροφή προς τα καταφύγια, μετά την ολοκλήρωση μιας διαδρομής στο Μύτικα, γίνεται με κατάβαση μέσα από το καλά σηματοδοτημένο λούκι προς τα ανατολικά, από τη βάση του οποίου περνάει το μονοπάτι που οδηγεί βόρεια και τραβερσάρει κάτω από την ανατολική ορθοπλαγιά του Στεφανιού, μέχρι τις Πόρτες και από εκεί ανατολικά μέχρι τα καταφύγια του Οροπεδίου των Μουσών. Η διάρκεια της επιστροφής είναι περίπου 40 λεπτά.

Το καταφύγιο βρίσκεται στο Οροπέδιο Μουσών, σε υψόμετρο 2720μ, και λειτουργεί από αρχές Ιουνίου έως τέλη Οκτωβρίου. Διαθέτει 90 κρεβάτια, θέρμανση και οργανωμένη κουζίνα. Η επικοινωνία μπορεί να γίνει τηλεφωνικά μέσω του Καταφυγίου Α ή μέσω του ΣΕΟ Θεσσαλονίκης (τηλ. 2310224710).

Εκεί, συναντάς ανθρώπους με ένα γνώρισμα μόνο -την αγάπη του βουνού και της φύσης. Εκεί, μπορεί να συναντήσεις τον καθηγητή από το Χάρβαρντ, αλλά και τον ξυλοκόπο από το Λιτόχωρο. Τον επαγγελματία της Αθήνας, αλλά και τον ροκά από τη Θεσσαλονίκη. Την Ουγγαρέζα χορεύτρια, αλλά και τον υπάλληλο της τράπεζας και μαζί κάθε φυλή του κόσμου αυτού.

Η επιστροφή προς την Γκορτσιά είναι η συνήθης διαδρομή για όσους επιλέγουν την ίδια στην ανάβαση. Όχι απότομη, αλλά ούτε και ξεκούραστη. Ένα μονοπάτι ανασφαλές κι επικίνδυνο, που δεν θα το συνιστούσαμε ούτε στον... εχθρό μας αν είχε στην πλάτη του ένα σακίδιο 12 κιλών. Απότομο και στριφτό, τόσο κατηφορικό, που ό,τι πέσει από πάνω σου δεν το βρίσκεις ποτέ. Σε μερικά σημεία του, το μονοπάτι δεν έχει πατημασιά ούτε για μισή σόλα παπουτσιού και στο ελάχιστο αυτό πλάτωμα, πρέπει να στηριχτείς, γραπώνοντας και με τα νύχια σου την κάθε πέτρα, που μπορεί και να υποχωρήσει από το σαθρό έδαφος. Όχι κάτω σου, αλλά και στο πλάι σου, μια και κατεβαίνεις από μία χαράδρα απροσδιόριστου βάθους, φορτωμένος σαν μουλάρι. Υπάρχουν σημεία, που ούτε νερό δεν μπορείς να πιεις και φυσικά λουσμένος στον ιδρώτα, λίγο από την κούραση και περισσότερο από την αγωνία σου.

Όταν τελικά, ύστερα από 2-2,5 ώρες φτάνεις στο καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός», λες: «Εντάξει. Σωθήκαμε. Τέλειωσε η αγωνία!». Το θρίλερ αφήνει τη θέση του στη μαγεία της κατάβασης, συνδυασμένης με την αφάνταστη κούραση, που όμως δεν της δίνεις σημασία. Μπορεί να φαντασιώνεσαι γαλάζιες παραλίες, ομπρέλες θαλάσσης, μαλακά κρεβάτια και ηλιοθεραπεία στην άμμο, αλλά ξέρεις πως κι ένα απλό κρεβάτι, στο τέλος αυτής της αναζήτησης, θα είναι κάτι πολύ ευεργετικό για την εξάντληση και την ταλαιπωρία του σώματος επί ένα τριήμερο.

Όμως, όπως και να 'χει, το συναίσθημα να ατενίζεις την Ελλάδα πάνω από τα 2.918 μέτρα, από την κορυφή της χώρας, είναι εξαιρετικά μοναδικό. Πολύτιμο και ονειρικό. Γι' αυτό και μια επίσκεψη εκεί, αξίζει ίσως κάθε θυσία.

Πηγή: aggelioforos.gr