Βαθμολογία

Δραματική μείωση των πιστωτικών καρτών

Σε πλήρη ύφεση είναι η αγορά του πλαστικού χρήματος, με τη δραματική μείωση του αριθμού των πιστωτικών καρτών που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, αλλά και το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό των συναλλαγών που διενεργούνται με κάρτα.

Σύμφωνα με στοιχεία από τις δύο μεγάλες εταιρείες συστημάτων πληρωμών, τη Visa και τη Mastercard, ο αριθμός των πιστωτικών καρτών περιορίστηκε περαιτέρω στο τέλος του 2013 στα 2,7 εκατομμύρια από 3,3 το 2013 και 6,9 εκατομμύρια το 2008.

Η δραματική μείωση των πιστωτικών καρτών είναι αποτέλεσμα της κρίσης που οδήγησε σε πτώση της καταναλωτικής δαπάνης, αλλά αναμένεται να συνεχιστεί και το 2014, κυρίως λόγω των συγχωνεύσεων που υπήρξαν στο τραπεζικό σύστημα, που εκτιμάται ότι θα θέσει εκτός αγοράς πρόσθετο αριθμό πιστωτικών καρτών. Την ίδια στιγμή η αύξηση του αριθμού των χρεωστικών καρτών από 8,1 εκατομμύρια το 2008 στα 10,3 εκατομμύρια στο τέλος του 2013, δεν είναι ικανή να αντισταθμίσει τις απώλειες που καταγράφει η αγορά του πλαστικού χρήματος, με τη μείωση του πλαστικού που κυκλοφορεί στην αγορά στα 12 από 15 εκατομμύρια, ενώ σε δραματικά χαμηλά επίπεδα παραμένει και η αξία των συναλλαγών που πραγματοποιούνται με κάρτα, που υπολογίζεται ότι είναι κάτω από το 10% του συνολικού τζίρου στην αγορά.

Πρόσθετο λόγος ανησυχίας αποτελεί η υποχρέωση που προκύπτει από το υπό συζήτηση σχέδιο Κανονισμού που συζητείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη μείωση των διατραπεζικών προμηθειών στο επίπεδο του 0,40 - 0,60 ευρώ για τις πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες αντίστοιχα. Η διατραπεζική προμήθεια ποικίλλει από χώρα σε χώρα (στην Ελλάδα είναι 1 - 1,20 ευρώ) και είναι η αμοιβή που πληρώνει η τράπεζα που εκδίδει μια κάρτα στην τράπεζα του εμπόρου για να κάνει αποδεκτή μια συναλλαγή και μέχρι σήμερα επιβαρύνει τον έμπορο. Η υποχρεωτική μείωση των διατραπεζικών προμηθειών που επιβλήθηκε το 2005 στην Ισπανία, με επιχείρημα τη μείωση του κόστους για τους καταναλωτές, είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς οδήγησε στην αύξηση κατά 50% της ετήσιας συνδρομής που πληρώνουν οι καταναλωτές.

Πηγή: Η Καθημερινή
(Ευγενία Τζώρτζη)