Βαθμολογία

Στα αζήτητα η νέα ρύθμιση για τα στεγαστικά

Περιορισμένη είναι μέχρι σήμερα η απήχηση του νόμου για τη ρύθμιση των στεγαστικών δανείων που ψηφίστηκε το καλοκαίρι, καθώς ο αριθμός των αιτήσεων δεν υπερβαίνει προς το παρόν τις χίλιες.

Το υπουργείο Ανάπτυξης περιμένει την πλήρη εφαρμογή του νόμου εντός του φθινοπώρου, προκειμένου να αξιολογήσει την επίδραση που θα έχει στην ανακούφιση των νοικοκυριών. Ο περιορισμένος μέχρι σήμερα αριθμός των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί προς τις τράπεζες αποδίδεται στη μεσολάβηση της καλοκαιρινής ραστώνης, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν ακόμη να αξιολογηθεί η πραγματική δυναμική του νόμου. Ο νόμος επιτρέπει τη μείωση της δόσης του δανείου στο 30% του μηνιαίου καθαρού μισθού του δανειολήπτη για τα τέσσερα συνεχή χρόνια, αλλά και την πλήρη απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής δόσης σε περίπτωση ανεργίας. Οι αυστηροί όροι ωστόσο που θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά αναμένεται να δυσκολέψουν την ένταξη στον νόμο για μια σημαντική μερίδα νοικοκυριών, που θα επιθυμούσε να ενταχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις αλλά δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις.

Η βασικότερη προϋπόθεση δεν είναι άλλη από την υποχρέωση του δανειολήπτη να διαθέτει φορολογική ενημερότητα, στοιχείο που λειτουργεί αποτρεπτικά για όσους έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με το Δημόσιο. Ο όρος αυτός κάνει πιο ανίσχυρη τη ρύθμιση του υπουργείου σε σχέση με τις ρυθμίσεις που προσφέρουν οι ίδιες οι τράπεζες, οι οποίες δεν ζητούν φυσικά φορολογική ενημερότητα, και σε κάθε περίπτωση περιορίζει τη δεξαμενή των υποψηφίων προς ένταξη στον νόμο. Οι αρχικές εκτιμήσεις για πιθανή ένταξη στο νόμο περί των 150.000 δανειοληπτών μετριάζονται πλέον σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα.

Σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα του νόμου σε σχέση με τις υπάρχουσες ρυθμίσεις των τραπεζών είναι η τετραετής διάρκεια της ευνοϊκής περιόδου, κατά την οποία η δόση του δανείου περιορίζεται στο 30% του μηναίου μισθού. Η πρόβλεψη αυτή υπερτερεί έναντι αυτών που κάνουν οι τράπεζες, η διάρκεια των οποίων δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια και σε αρκετές περιπτώσεις περιορίζεται ακόμη και στον ένα χρόνο. Αντίθετα, οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που επιβάλλει ο νόμος, και οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, δημιουργούν αρκετή γραφειοκρατία, που απαιτεί με τη σειρά της επιμονή. Οι προϋποθέσεις αυτές επιβάλλουν:

• Το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του νοικοκυριού να μην ξεπερνά σε αντικειμενική αξία τις 250.000 ευρώ ή τις 300.000 ευρώ για τρίτεκνους και για πολύτεκνους.

• Το σύνολο των καταθέσεων και κινητών αξιών σε μετοχές, ομόλογα, πάσης φύσεως επενδυτικά προϊόντα και καταθέσεις, που βρίσκονται στην κατοχή του νοικοκυριού, να μην ξεπερνά τις 10.000 ευρώ ή τις 15.000 ευρώ για τρίτεκνους και για πολύτεκνους.

• Το ανεξόφλητο υπόλοιπο των συνολικών δανειακών υποχρεώσεων του νοικοκυριού σε κεφάλαιο, δηλαδή χωρίς τους τόκους, να μην ξεπερνά τις 150.000 ευρώ.

Η εικόνα που μεταφέρεται από τις τράπεζες είναι ότι η γενικότερη τάση για ρύθμιση των δανείων συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και ότι η αξιολόγηση όλων των αιτημάτων γίνεται με ιδιαίτερα ελαστικό τρόπο. Αναγκαίος όρος σε όλες τις περιπτώσεις -είτε πρόκειται για τον νόμο του υπουργείου Ανάπτυξης είτε για τα προγράμματα ρυθμίσεων που προσφέρουν οι τράπεζες- να μην έχει καταγγελθεί το δάνειο, στοιχείο που αξιολογείται θετικά, καθώς υποδηλώνει και την ειλικρινή πρόθεση του δανειολήπτη να τακτοποιήσει την οφειλή του.

Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι η συνήθης πρακτική είναι να μην καταγγέλλουν το δάνειο, ακόμα και αν οι καθυστερούμενες δόσεις υπερβαίνουν το τρίμηνο, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να υπάρχουν δάνεια που δεν έχουν καταγγελθεί παρά το γεγονός ότι εμφανίζουν εξάμηνη ή ακόμα και ετήσια καθυστέρηση. Ο βασικός λόγος, όπως υποστηρίζουν, είναι το προστατευτικό πλαίσιο που ισχύει αυτή τη στιγμή σε σχέση με τους πλειστηριασμούς, το οποίο προστατεύει την κύρια κατοικία. Ετσι στον βαθμό που ο πλειστηριασμός είναι αδύνατος για μια σημαντική κατηγορία ακινήτων, οι τράπεζες αποφεύγουν την έναρξη της διαδικασίας των πλειστηριασμών, η οποία άλλωστε επιβαρύνεται με νομικά έξοδα.

Οι τράπεζες από την πλευρά τους υπεραμύνονται της ευελιξίας των ρυθμίσεων που κάνουν, υπογραμμίζοντας ότι βασικό κριτήριο είναι το εισόδημα του οφειλέτη. Η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, που ορίζει ότι οι δόσεις ενός νοικοκυριού δεν πρέπει να ξεπερνούν το 30% του μισθού, τηρείται -όπως υποστηρίζουν- με ευλάβεια και αποκαθιστά το επίπεδο της δόσης σε λογικά πλαίσια. Η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι, μετά τις σχετικές ρυθμίσεις, οι δόσεις των δανείων έχουν υποχωρήσει σε ποσοστό από 30% έως και 70%, ενώ σε περίπτωση πλήρους αδυναμίας του δανειολήπτη, μπορεί να υπάρξει ακόμη και πάγωμα του δανείου. Αναγκαίος όρος είναι φυσικά η επαλήθευση των στοιχείων της οικονομικής κατάστασης του νοικοκυριού.

Οπως προκύπτει από τα παραδείγματα, η ρύθμιση θα ανακουφίσει κυρίως την κατηγορία που έχει μέσο ετήσιο καθαρό εισόδημα κάτω των 15.000 ευρώ. Το κύριο όφελος προκύπτει από τη μείωση του επιτοκίου στο 1,25% για την περίοδο χάριτος και δευτερευόντως από την επιβολή πλαφόν 30% στη μηνιαία δόση σε σχέση με το εισόδημα. Ετσι, για έναν οφειλέτη με εισόδημα π.χ. 10.000 ευρώ, που έχει δάνειο 100.000 ευρώ και το οποίο επιβαρυνόταν με επιτόκιο 4%, η δόση θα μειωθεί στα 240 ευρώ (συνδυασμός μειωμένου επιτοκίου 1,25% και πλαφόν 30%) από το αρχικό επίπεδο των 610 ευρώ που θα πλήρωνε πριν από τη ρύθμιση.

Αντίθετα, μειωμένο είναι το όφελος για τους δανειολήπτες υψηλότερης εισοδηματικής κατηγορίας π.χ. 20.000 ευρώ, οι οποίοι δεν απολαμβάνουν το προνόμιο του χαμηλού επιτοκίου. Ετσι η δόση που θα κληθούν να πληρώσουν μετά τη ρύθμιση θα προσαρμοστεί στο 30% του μισθού τους και, με βάση το παραπάνω παράδειγμα, θα μειωθεί στα 500 ευρώ από το αρχικό των 610 ευρώ, δηλαδή κατά 110 ευρώ.

Πηγή: Καθημερινή