Βαθμολογία

Άνοδος για τα ελληνικά αναψυκτικά

Η οικονομική κρίση των τελευταίων πέντε χρόνων και ο ιδιότυπος «οικονομικός εθνικισμός» που αναπτύσσεται στην ελληνική αγορά και χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά όλο και περισσότερων καταναλωτών φαίνεται ότι αναγεννούν τον κλάδο των αναψυκτικών.

Η πιο πρόσφατη περίπτωση και η πλέον χαρακτηριστική είναι της ΕΠΑΠ (Ενωση Παρασκευαστών Αεριούχων Ποτών), που λειτουργεί στην ακριτική Ορεστιάδα του Νομού Έβρου.

Μια εταιρεία που συγκροτήθηκε ως κοινοπραξία έξι μικρών εμφιαλωτών στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και λειτουργούσε ως εμφιαλωτής της Ελληνικής Εταιρείας Εμφιάλωσης ΑΕ από το 1983 ως το 2009, έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας το 2010 και αίφνης ανέκαμψε. Μάλιστα, παρουσιάζει εντυπωσιακές επιδόσεις στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων και οι δύο πλέον μέτοχοί της, οι κκ. Γ. Βενιέρης και Στ. Οκταποδάς,θεωρούν ότι είναι εφικτό στα επόμενα τρία ως πέντε χρόνια να καταλάβουν τη δεύτερη θέση στην ελληνική αγορά των αναψυκτικών εκτοπίζοντας την κραταιά και υγιή Λουξ των αδελφών Μαρλαφέκα της Πάτρας.

Η στρατηγική τους είναι απλή, βασίζεται στην παραγωγή νέων προϊόντων με ιδιαίτερες γεύσεις και η βασική τους προσπάθεια συνίσταται στη «γευστική αποδόμηση» της πανίσχυρης Coca-Cola, η οποία συνεχώς χάνει μερίδια αγοράς.

Οι ως τώρα επιδόσεις της ΕΠΑΠ και της Green Cola, αν δεν προσδιορίζουν το μέλλον, σίγουρα όμως επιβεβαιώνουν το ρίσκο που πήραν οι δύο μέτοχοι εξαγοράζοντας την υπό κατάρρευση πρώην κοινοπρακτική επιχείρηση.

«Μάννα εξ ουρανού»

Το 1983 η παλαιά κοινοπρακτική επιχείρηση μέτραγε 24 χρόνια ζωής και η προσφορά της Ελληνικής Εταιρείας Εμφιάλωσης, του ομίλου Δαυίδ, που εκείνη την περίοδο έχτιζε το πανελλαδικό δίκτυο των εμφιαλωτών της - σαρώνοντας παράλληλα την παρουσία των τοπικών επιχειρήσεων - ήταν «μάννα εξ ουρανού». Ζήτησε από τους έξι συνεταίρους της να εμφιαλώνουν για λογαριασμό της τα δικά της προϊόντα. Ως τότε η μικρή επαρχιακή εταιρεία παρήγε μια περιορισμένη ποσότητα αναψυκτικών, που διακινούσε στην τοπική αγορά.

Περίπου 15 χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι τότε 17 μέτοχοι έκριναν πως δεν υπήρχε λόγος να συνεχίζουν την παραγωγή των δικών τους προϊόντων, εφόσον η συνεργασία με την 3Ε πήγαινε καλά. Αλλά «ό,τι αρχίζει ωραία, τελειώνει με πόνο».

Το 2009, στον πρώτο χρόνο της οικονομικής κρίσης, η 3Ε σταματά και τις τελευταίες της συνεργασίες με όσους τοπικούς εμφιαλωτές της είχαν απομείνει. Και έτσι οι μέτοχοι της ΕΠΑΠ βρέθηκαν εν μέσω κρίσης χωρίς παραγωγική δραστηριότητα. Τότε αποφασίζουν να «ρίξουν» στην τοπική αγορά ορισμένα νέα δικά τους προϊόντα. Το αποτέλεσμα όμως όχι μόνο δεν ήταν το αναμενόμενο, αλλά ήταν και οδυνηρό, «καταχρεώθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα».

Σε εκείνη τη φάση οι κκ. Βενιέρης και Οκταποδάς, έχοντας εμπειρία χρόνων της επιχειρηματικής αγοράς και ορισμένες ιδέες που είχαν την άποψη ότι μπορούν να «περπατήσουν», αποφάσισαν να αγοράσουν την εταιρεία. Συγκροτούν την εταιρεία Green Cola Company AE, στην οποία ο πρώτος κατέχει το 65% και ο δεύτερος, που αναλαμβάνει πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, το 35%, η οποία και εξαγοράζει την ΕΠΑΠ.

Η εξαγορά ολοκληρώνεται τον Ιανουάριο του 2010 και τον ίδιο χρόνο οι πωλήσεις της εταιρείας ανέρχονται στα 1,2 εκατ. ευρώ, το 2011 υπερδιπλασιάζονται και διαμορφώνονται στα 2,7 εκατ. ευρώ, ενώ πέρυσι, το 2012, αυξήθηκαν στα 4,8 εκατ. ευρώ.

Οπως λέει μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Οκταποδάς: «Εφέτος ως τώρα έχουμε τοποθετήσει τα προϊόντα μας σε όλες τις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ και έχουμε κάνει τις πωλήσεις του 2012 και υπολογίζουμε ότι ως το τέλος του χρόνου θα φτάσουμε στα 7 εκατ. ευρώ». Από τους 19 εργαζομένους που βρήκαν όταν απέκτησαν την επιχείρηση, σήμερα απασχολούνται περίπου 40 - «δουλεύουμε τρεις βάρδιες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα και παρ' όλα αυτά έχουμε ανεκτέλεστες παραγγελίες».

Με ναυαρχίδα την Green Cola

Επίσης, το 2013 εκτιμά ότι η εταιρεία θα παρουσιάσει και μικρή κερδοφορία, ενώ πέρυσι ήταν ελαφρώς ζημιογόνα. Το βασικό προϊόν με το οποίο οι νέοι ιδιοκτήτες βγήκαν στην αγορά είναι η Green Cola, ένα προϊόν καθαρά ανταγωνιστικό με την Coca-Cola, με τη διαφορά ότι μεταξύ των άλλων δεν περιέχει ζάχαρη αλλά στέβια, ενώ προσφάτως έχει λανσάρει τη σειρά αναψυκτικών με την επωνυμία «Μπλε». Και όπως σημειώνει ο ίδιος: «Ο ανταγωνισμός με την Coca-Cola κάνει τους πάντες καλύτερους».

Παράλληλα, έχουν αρχίσει δειλά-δειλά την εξαγωγική δραστηριότητα (Κύπρο, Σερβία, Ισραήλ) από την οποία ευελπιστούν στα επόμενα χρόνια να αποκομίσουν σημαντικές πωλήσεις.

Ο κ. Οκταποδάς θεωρεί πάντως ότι είναι δυνατόν «στα επόμενα τρία με πέντε χρόνια να βρεθούμε στη δεύτερη θέση στην ελληνική αγορά, αποκτώντας σημαντικό μερίδιο». Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στη δεύτερη θέση βρίσκεται σήμερα η Λουξ, με πωλήσεις άνω των 20 εκατ. ευρώ, μπορεί να αντιληφθεί κάποιος και το μέγεθος της φιλοδοξίας που έχουν οι δύο μέτοχοι.

Εχοντας μειώσει τον δανεισμό της ΕΠΑΠ από 1,5 εκατ. σε 1 εκατ. ευρώ και κάνοντας επενδύσεις περί το 1,5 εκατ. ευρώ - «χρειάζεται να επενδύσουμε κι άλλο» - ο κ. Οκταποδάς επισημαίνει ότι «αντιμετωπίζουμε φοβερές δυσκολίες» αναφερόμενος στα προβλήματα ρευστότητας.

Ωστόσο δηλώνει αισιόδοξος, βασιζόμενος κυρίως στη στροφή των καταναλωτών στα ελληνικά προϊόντα, που μήνα με τον μήνα γίνεται όλο και μεγαλύτερη, αλλά και στην πρωτοτυπία των προϊόντων της ΕΠΑΠ.

Πηγή: To Βήμα