Βαθμολογία

«Μια απώλεια τόσο σημαντική όσο είναι της μάνας, είναι σοκ»

Ο Αντώνης Λουδάρος άνοιξε την καρδιά του στον Κώστα Τσουρό και μίλησε για την απώλεια της μητέρας του, όταν ο ίδιος ήταν στην ηλικία τον 12, την υιοθεσία από τη θεία του, αλλά και τα πειράγματα που δεχόταν από τους συμμαθητές του λόγω του βάρους του.

«Μια απώλεια στα 12, τόσο σημαντική όσο είναι της μάνας, είναι σοκ. Γιατί ξαφνικά νιώθεις ότι φύτρωσες, έφυγε η μήτρα που σε γέννησε. Είναι πολύ περίεργο συναίσθημα. Όσοι έχουνε χάσει τη μάνα τους θα με καταλάβουν. Νιώθεις πολύ ξεκρέμαστος, σαν να αιωρείσαι στο σύμπαν. Μετά με ανέλαβε η αδελφή της μάνας μου που ήταν ανύπαντρη και είναι η δεύτερη μάνα μου. στα χαρτιά έχω δύο επίθετα. Πρώτο είναι της υιοθεσίας. Είχα βγει στη δουλειά, αλλιώς, αν το είχα κάνει πιο μικρός να με ξέρατε με άλλο όνομα. Όταν χάσαμε τη μαμά, ο μπαμπάς μου είπε δεν ξέρω πως να σε φροντίσω, κάπου πρέπει να πας. Το πρώτο όνομα είναι και της μητέρας μου, Ζαχαράκης. Είμαι Αντώνιος Ζαχαράκης Λουδάρος, έτσι γράφει η ταυτότητα μου.

Όταν γεννήθηκα το είχαν πει τα ραδιόφωνα, ότι «γεννήθηκε παιδί – μαμούθ». Γιατί ήμουν πολύ μεγάλο μωρό, 6 κιλά και κάτι και γλίστρησα με όλο τον αμνιακό σάκο. Οι αδελφές μου μού περιέγραφαν ότι ήμουν σαν ήδη 6 μηνών. Ήμουν πάντα ένα παχουλό παιδάκι. Θυμάμαι να λένε πάντα σχεδόν διακριτικά «κάτι πρέπει να κάνουμε να χάσει κανένα κιλό». Το ακούς και κάποια στιγμή λες «τι έχω εγώ πια που πρέπει να αλλάξει, χωρίς να φταίω σε κάτι;». Στο σχολείο όπως ξέρεις τα παιδιά είναι πολύ σκληρά. Με φώναζαν Οβελίξ. Ειναι αυτή η εικόνα του γιγαντόσωμου, του ψηλού.»

Ο Αντώνης Λουδάρος αναφέρθηκε ακόμα και στην εμπειρία του να μένει στην ίδια πολυκατοικία με άλλους γνωστούς ηθοποιούς…. «Δεν μένω στην πολυκατοικία των ηθοποιών, έφυγα. Ποτέ δεν βρισκόμασταν. Ο ένας κράταγε την ιδιωτικότητα του άλλου. Δεν χτυπούσαμε τις πόρτες ό,τι ώρα να’ναι. Η Ματσάγγου και η Σμαράγδα, η Βίκυ Βολιώτη, ο Χρανιώτης έρχονταν συχνά επίσκεψη. Πάντα βρισκόμασταν με ένα τρόπο. Δεν υπήρχε ενοχλητικός γείτονας. Μόνο θυμάμαι κάτι μυθικά πάρτυ του Χρανιώτη που έκανα υπομονή, γιατί μια φορά το χρόνο το έκανε. Πήγαινε 5-6 το πρωί για να κλείσουν οι μουσικές.»